δυσδιερευνητος

δυσδιερευνητος
    δυσδιερεύνητος
    δυσ-διερεύνητος
    2
    трудный для исследования
    

(τόπος Plat.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "δυσδιερευνητος" в других словарях:

  • δυσδιερεύνητος — δυσδιερεύνητος, ον (Α) αυτός που δύσκολα διερευνάται …   Dictionary of Greek

  • δυσδιερεύνητος — hard to search thoroughly masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσδιερεύνητα — δυσδιερεύνητος hard to search thoroughly neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκοτεινός — ή, ό / σκοτεινός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που δεν φωτίζεται, που βρίσκεται στο σκοτάδι ή που έχει σκοτάδι (α. «ως πλόκαμοι μπορούν να μάς τραβήξουν τα κύματα στης θάλασσας τα σκοτεινά τα βάθη», Παλαμ. β. «νυκτὸς ἅρμ ἐπείγεται σκοτεινόν», Αισχύλ. γ.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»